- ἀντιφθεγγόμενον
- ἀντιφθέγγομαιreturn a soundpres part mp masc acc sgἀντιφθέγγομαιreturn a soundpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek
υποκρούω — ὑποκρούω ΝΑ [κρούω] κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας αρχ. 1. χτυπώ ελαφρά 2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτω («ὑποκρούω τοὺς ῥήτορας τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.) β) (ειδικά)… … Dictionary of Greek